ἐκφροντίζων

ἐκφροντίζων
ἐκφροντίζω
think out
pres part act masc nom sg
ἐκφροντίζω
think out
pres part act masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εκφροντίζω — ἐκφροντίζω (AM) σκέπτομαι, επινοώ, εξευρίσκω («σαφῶς δ ἀθρήσας καὶ κλύων ἐκφρόντισον», «ἐπιβουλὴν ἐκφροντίζων») …   Dictionary of Greek

  • επιβολή — η (AM ἐπιβολή) [επιβάλλω] νεοελλ. 1. καθορισμός, εξαναγκασμός («επιβολή φόρων») 2. αποκατάσταση τής τάξης 3. επίδραση ενός προσώπου σε άλλα, μεγαλοπρεπής εμφάνιση αρχ. μσν. 1. φόρος 2. διαίσθηση, αντίληψη 3. γνώση αρχ. μσν. παραχώρηση έρημης γης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”